- βάβισμα
- τοτο γάβγισμα: Το βάβισμα του σκυλιού ήταν ανυπόφορο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα … Dictionary of Greek